- παντοτρόφος
- -ον, Ααυτός που δίνει τροφή σε όλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντοτρόφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοτρόφον — παντοτρόφος masc/fem acc sg παντοτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοτρόφῳ — παντοτρόφος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱԿԵՐԱԿՐԻՉ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. παντοτρόφος, παντρόφος omnium nutritor, altor Որ զամենեսին կերակրէ. բոլորեցուն սնուցիչ, տածիչ. զամմէնքը կշտացընօղ. *Ամենակերակրիչ պարգեւիդ քում լինէր սպասաւոր. Իմ. ՟Ժ՟Զ. 25: *Զարեգակն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)